ξυπολυσιά
Смотреть что такое "ξυπολυσιά" в других словарях:
ξυπολυσιά — η 1. η κατάσταοη του ξυπόλυτου. 2. γύμνια, φτώχεια, αδυναμία οικονομική: Έχει φοβερή ξυπολυσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυπολυσιά — και ξυπολησιά, η [ξυπόλυτος] η κατάσταση τού ανυπόδητου, τού ξυπόλυτου … Dictionary of Greek
ανυποδησία — κ. δεσία (Α ἀνυποδησία κ. δεσία) το να μη φοράει κάποιος υποδήματα, ξυπολυσιά … Dictionary of Greek